Σε μια εποχή που όλα κινούνται με ταχύτητες  5G, ο χρόνος για ψυχική ανάπαυλα ισοδυναμεί με  πολυτέλεια. Ο κόσμος αλλάζει και μαζί του αλλάζουν και οι ανθρώπινες σχέσεις. Οι ρυθμοί επιταχύνονται, η τεχνολογία υπόσχεται «ευκολία» αλλά προσθέτει άγχος, και η ψυχική υγεία – το θεμέλιο του οικοδομήματος της καλής υγείας – παραμένει συχνά στο περιθώριο. Η σημερινή Παγκόσμια Ημέρα Ψυχικής Υγείας δεν είναι απλώς μια ημερομηνία στο ημερολόγιο, αλλά μια υπενθύμιση ότι η κοινωνία μας πάσχει σιωπηλά.

Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, ένας στους οκτώ ανθρώπους παγκοσμίως αντιμετωπίζει κάποιο πρόβλημα ψυχικής υγείας. Το φορτίο είναι σε αρκετές περιπτώσεις  τεράστιο: για τα συστήματα υγείας, για την οικονομία, τις οικογένειες, τους ανθρώπους. Και παρότι η ψυχική υγεία αναγνωρίζεται όλο και περισσότερο ως προτεραιότητα, οι πολιτικές παραμένουν συχνά αποσπασματικές, χωρίς επαρκή χρηματοδότηση.

Η πανδημία είναι γεγονός ότι  έκανε το πρόβλημα (πιο) ορατό. To άγχος και η κατάθλιψη εκτινάχθηκαν, όπως έδειξαν σχετικές μελέτες, οι ανάγκες αυξήθηκαν, αλλά οι υπηρεσίες ψυχολογικής υποστήριξης δεν ενισχύθηκαν στον ίδιο βαθμό. Και κάπως  έτσι, σε έναν κόσμο που η «ανθεκτικότητα» είναι προαπαιτούμενο επιβίωσης – στη δουλειά, στο σχολείο, στην κοινωνική ζωή –, οι άνθρωποι καλούνται να είναι ψύχραιμοι, παραγωγικοί και  «σε ισορροπία» χωρίς να τους παρέχονται τα κατάλληλα μέσα.

Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι τυχαίο το  φετινό μήνυμα του ΠΟΥ για την Παγκόσμια Ημέρα Ψυχικής Υγείας: «Πρόσβαση σε υπηρεσίες – Η ψυχική υγεία σε καταστροφές και καταστάσεις έκτακτης ανάγκης». Η ίδια  η καθημερινότητα αποδεικνύει πως η ανθρωπότητα μεταβαίνει από τη μία κρίση στην άλλη: από υγειονομικές κρίσεις σε καταστροφές (πλημμύρες, φωτιές κ.ά.) και πολέμους. Η πρόσβαση σε υπηρεσίες ψυχικής υγείας, ειδικά σε περιόδους κρίσης – όταν οι κοινωνίες δοκιμάζονται εν μέσω συνθηκών αβεβαιότητας – δεν είναι πολυτέλεια, αλλά προϋπόθεση επιβίωσης.

Το περίπου 30% αυτών των ανθρώπων, όπως υπερθεματίζει η Ελληνική Ψυχιατρική Εταιρεία, αναπτύσσουν τελικά σοβαρή επιβάρυνση της ψυχικής τους υγείας που «περιλαμβάνει διαταραχή οξέος στρες και διαταραχή μετατραυματικού στρες, διαταραχές συνδεόμενες με αλκοόλ ή άλλες ουσίες, κατάθλιψη και αγχώδεις διαταραχές».

Η χώρα μας, επισημαίνουν οι ειδικοί της Εταιρείας, δεν έχει αποτελέσει εξαίρεση. «Η πανδημία, οι φυσικές καταστροφές, με τη μορφή των πλημμυρών και των πυρκαγιών, καθώς και τραγικά δυστυχήματα, όπως αυτό που συνέβη στα Τέμπη, συγκλόνισαν τη χώρα μας αφήνοντας το αρνητικό ψυχολογικό αποτύπωμά τους, όχι μόνο σε όσους είχαν τη δυστυχία να επηρεαστούν άμεσα ή έμμεσα από αυτές, αλλά και στο σύνολο της ελληνικής κοινωνίας».

Οι έλληνες επιστήμονες καλούν για ανάληψη πρωτοβουλιών με συμμετοχή της κεντρικής και περιφερειακής διοίκησης. Και καθιστούν σαφές πως τα δύσκολα δεν τα έχουμε αφήσει πίσω μας… Ομως ο δρόμος είναι μακρύς. Για κάθε νέα Μονάδα Ψυχικής Υγείας που εγκαινιάζεται, υπάρχουν δεκάδες περιοχές χωρίς ούτε έναν ψυχολόγο ή ψυχίατρο στο δημόσιο σύστημα υγείας. Και πίσω από τα στατιστικά βρίσκονται άνθρωποι: ο φοιτητής που δεν μπορεί να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι, ο γιατρός που φροντίζει τους άλλους αλλά όχι τον εαυτό του, ο ιδιοκτήτης που είδε την περιουσία του να γίνεται στάχτη… Η ψυχική υγεία δεν είναι υπόθεση ειδικών ημερών, ούτε πολυτέλεια. Είναι το αόρατο νήμα που κρατά τις κοινωνίες όρθιες.