Η Ευρυδίκη Κοβάνη γνωρίζει από πρώτο χέρι τι σημαίνει να ζεις με την άνοια μέσα στο σπίτι. Δημοσιογράφος, εκδότρια και πιστοποιημένη life coach, τα τελευταία οκτώ χρόνια μοιράζει την καθημερινότητά της ανάμεσα στις επαγγελματικές της υποχρεώσεις και τη φροντίδα της μητέρας της, η οποία πάσχει από άνοια τύπου Alzheimer.
Η εμπειρία αυτή —γεμάτη τρυφερότητα και φόβο, δύναμη και κόπωση, βεβαιότητες και συνεχείς αβεβαιότητες— τη διαμόρφωσε βαθιά. Από αυτή τη διαδρομή γεννήθηκε το βιβλίο της «Άνοια χωρίς άγνοια», όπου η δημοσιογραφική τεκμηρίωση συνδυάζεται με την αμεσότητα της προσωπικής μαρτυρίας.
Στις σελίδες του βιβλίου και μέσα από τη δράση της, η Ευρυδίκη Κοβάνη δεν μιλά ως εξωτερικός παρατηρητής, αλλά ως κόρη-φροντίστρια που μαθαίνει καθημερινά ξανά και ξανά τον άνθρωπό της. Μετατρέπει δύσκολες στιγμές—όταν ο ασθενής δεν αναγνωρίζει τους δικούς του, θυμώνει ή περιπλανιέται—σε χρήσιμη γνώση και πρακτικά εργαλεία. Επιμένει στη βασική της αρχή: «Κάθε συμπεριφορά είναι ένα μήνυμα», καλώντας τους φροντιστές να αναζητούν την ανάγκη που κρύβεται πίσω από κάθε αντίδραση.
Η φωνή της δεν καταγράφει μόνο εμπειρίες, αλλά προσφέρει και ελπίδα. Αναδεικνύει την αθέατη κούραση, τον φόβο, τη συναισθηματική σύγχυση που βιώνουν οι φροντιστές, καθώς και τη μεγάλη τους ανάγκη για αναγνώριση. Θέλει ο κάθε φροντιστής να γνωρίζει ότι δεν είναι μόνος και ότι μπορεί να διατηρήσει την αξιοπρέπεια του ανθρώπου που φροντίζει —αλλά και τη δική του.
Στη συνέντευξή της στη «Ροδιακή», η Ευρυδίκη Κοβάνη μιλά με ειλικρίνεια για όσα έμαθε μέσα από αυτό το απαιτητικό ταξίδι: τις προκλήσεις της άνοιας, τις δυσκολίες της καθημερινότητας, τις αλήθειες που δεν πρέπει να κρύβονται και, κυρίως, τη δύναμη της κατανόησης και της ανθρώπινης σύνδεσης. Όπως τονίζει, «η άνοια δεν αφορά μόνο όσους τη ζουν μέσα στο σπίτι· αφορά ολόκληρη την κοινωνία».
Ακολουθεί η συνέντευξη στη «Ροδιακή»:
Τι ήταν αυτό που σας ώθησε να γράψετε το «Άνοια χωρίς άγνοια»;
Η ανάγκη γεννήθηκε μέσα από αληθινές ανθρώπινες στιγμές — από συζητήσεις με φροντιστές που αισθάνονταν μόνοι, μπερδεμένοι, φορτωμένοι με αγάπη αλλά και εξάντληση. Αυτοί οι άνθρωποι σηκώνουν ένα τεράστιο βάρος. Μια γυναίκα μού είχε πει: «Κάθε μέρα νιώθω σαν να περπατάω σε θολό τοπίο». Εκεί κατάλαβα ότι αυτό το «θολό τοπίο» είναι η έλλειψη γνώσης. Τότε ένιωσα πως κάποιος πρέπει να ανάψει έναν φάρο. Έτσι γεννήθηκε το βιβλίο.
Τι κάνει το βιβλίο σας διαφορετικό από άλλους οδηγούς φροντιστών;
Δεν είναι ένα ψυχρό εγχειρίδιο· είναι μια φωνή ελπίδας.
Κατέθεσα όλη μου την εμπειρία σε πρακτικές συμβουλές που μπορούν να διευκολύνουν άμεσα την καθημερινή ζωή των φροντιστών. Το έγραψα σαν να μιλώ σε έναν φίλο• όχι με όρους και στατιστικές, αλλά με ζεστασιά και ειλικρίνεια.
Είναι ένα βιβλίο που θέλει να είναι «συνοδοιπόρος», ειδικά στις δύσκολες στιγμές.
Ποια ανάγκη των φροντιστών παραμένει πιο συχνά αόρατη;
Η αναγνώριση.
Οι φροντιστές χρειάζονται κάποιον να βλέπει την προσπάθειά τους. Νιώθουν ότι πρέπει να είναι πάντα δυνατοί, ενώ έχουν απόλυτη ανάγκη από χρόνο, χώρο και κατανόηση. Το δικαίωμα να πουν «κουράστηκα» χωρίς ενοχή είναι θεμελιώδες και συχνά παραγνωρισμένο.
Ποιες εκδηλώσεις της άνοιας αναλύετε και ποια αρχή θεωρείτε κεντρική στη διαχείρισή τους;
Μιλάω για στιγμές δύσκολες: όταν ο άνθρωπός σου δεν σε αναγνωρίζει, όταν θυμώνει, όταν θέλει να φύγει από το σπίτι.
Η βασική αρχή είναι μία: κάθε συμπεριφορά είναι ένα μήνυμα. Δεν είναι επίθεση· είναι ανάγκη που αναζητά τρόπο να ακουστεί. Αν αλλάξουμε οπτική και ψάξουμε το «γιατί», οι εντάσεις μειώνονται και η διαχείριση γίνεται πιο ανθρώπινη και αποτελεσματική.
Ποια πρακτική συμβουλή μπορεί να αλλάξει άμεσα την καθημερινότητα ενός φροντιστή;
«Μην εξηγείς — δείξε.»
Η άνοια δεν επεξεργάζεται λογικά επιχειρήματα. Ανταποκρίνεται στον τόνο της φωνής, στο άγγιγμα, στο βλέμμα. Ένα απαλό χάδι ή ένα χαμόγελο πολλές φορές «μιλούν» πιο καθαρά από τις μακροσκελείς εξηγήσεις.
Υπήρξε κάποια εμπειρία που σας συγκίνησε ιδιαίτερα;
Ναι. Μια φροντίστρια μού είπε: «Φοβάμαι ότι τον χάνω, αλλά μαζί του χάνω και εμένα». Αυτή η φράση έγινε για μένα οδηγός. Ήθελα το βιβλίο να αγκαλιάσει όχι μόνο τον ασθενή — αλλά και τον φροντιστή.
Πώς αξιολογείτε το επίπεδο ενημέρωσης για την άνοια στην Ελλάδα;
Εξακολουθούμε να μιλάμε για την άνοια χαμηλόφωνα, σαν κάτι που πρέπει να κρυφτεί. Όμως η άνοια αφορά όλους μας. Η ενημέρωση και η αποστιγματοποίηση είναι αναγκαίες. Έχουν γίνει βήματα, αλλά όχι όσα χρειάζονται. Ελπίζω το βιβλίο να συμβάλει στο να ανοίξει ο δημόσιος διάλογος.
Ποιο είναι το μεγαλύτερο κενό στην εκπαίδευση των οικογενειών;
Η πρακτική καθοδήγηση στο «τι κάνω όταν…».
Υπάρχουν πολλές θεωρητικές πληροφορίες, αλλά ελάχιστες απαντήσεις για τις πραγματικές, καθημερινές δυσκολίες στο σπίτι. Το βιβλίο προσπαθεί να καλύψει αυτό το κενό με απλές, εφαρμόσιμες λύσεις από την πρώτη μέρα.
Ποιο μήνυμα θέλετε να κρατήσει ο φροντιστής κλείνοντας το βιβλίο;
Ότι δεν είναι μόνος.
Υπάρχει τρόπος να διατηρήσει την αξιοπρέπεια του ανθρώπου του και τη δική του, με περισσότερη κατανόηση και λιγότερη φθορά. Θέλω ο φροντιστής να νιώσει πιο ελαφρύς, πιο δυνατός και πιο σίγουρος.
Αν έπρεπε να συνοψίσετε τη φιλοσοφία του βιβλίου σε μία φράση;
«Κατανόηση αντί για σύγκρουση, σύνδεση αντί για πίεση — για να ζήσουμε όσο γίνεται καλύτερα με την άνοια».


