Ήταν ξημέρωμα, καλοκαίρι ακόμη, όταν από ένα παράθυρο στο Καστελλόριζο είδα δύο μαύρα φουσκωτά να αποπλέουν. Στρατιώτες; Κινήσεις γρήγορες μα μετρημένες. Οταν ο θόρυβος των μηχανών δεν ακουγόταν πια, στην έξοδο του λιμανιού, τα δύο φουσκωτά «απογειώθηκαν». Και γρήγορα έγιναν δύο μαύρες κουκκίδες στο χρυσαφένιο πέπλο της ανατολής.

Εντυπωσιάστηκα, αλλά ταυτόχρονα είχα και μια ενοχή για τη δική μου ανεμελιά.
Παραφύλαξα την επιστροφή τους στην προβλήτα. Δεν ήταν απλοί στρατιώτες. Ηταν καταδρομείς με περίστροφα, τυφέκια, γεμιστήρες στη ζώνη, μαχαίρια, αλεξίσφαιρα γιλέκα και κράνη…

Πρόσωπα ορεξάτα. Ηταν φανερό ότι απολάμβαναν αυτό που ζούσαν.
Εκείνο το πρωί, μου «καρφώθηκε» να έρθω με κάμερες, να καταγράψω τη ζωή στα ακριτικά φυλάκια. Και στα μέσα Νοεμβρίου τα κατάφερα.

Παναγιά – Αγαθονήσι – Φαρμακονήσι – Καλόλιμνος – Ρω – Στρογγύλη! Eξι νησιά, έξι φυλάκια, στα σύνορα της χώρας και της Ευρώπης.
Κι αν εξαιρέσεις το Αγαθονήσι, όλα τα άλλα δεν έχουν μόνιμους κατοίκους, μόνο φρουρούς. Ελάχιστοι μόνιμοι, οι περισσότεροι έφεδροι. Παιδιά 20 χρόνων, που, υπηρετώντας στην παραμεθόριο, αφαιρούν λίγους μήνες από τη θητεία τους αλλά δίνουν πολύ περισσότερα.

Πρώτος σταθμός Παναγιά, μια ανάσα από τη Χίο.
Το νησί ενταγμένο στο Natura, μοσχοβολά άγρια βότανα. Στο φυλάκιο έφτασα λίγο πριν από την πρωινή αναφορά. Στην τραπεζαρία υπήρχαν ακόμη ψίχουλα από το κέικ, οι φωριαμοί όμως ήταν άδειοι. Οι στρατιώτες είχαν σκορπιστεί στις «ενέδρες».
Στο Αγαθονήσι με περίμενε ο δήμαρχος, φίλος παλιός. Eνας δάσκαλος που πάλεψε να κρατήσει ανοιχτά τα σχολεία, τα κατάφερε μεν αλλά σήμερα το νησί έχει μόνο έξι μαθητές. Υπάρχουν όλα –ΚΕΠ, ταχυδρομείο, δημοτικό οδοντιατρείο και φούρνος–, μα οι άνθρωποι φεύγουν σαν τα αποδημητικά πουλιά.

Στο Φαρμακονήσι –ενεργειακά αυτόνομο με ανεμογεννήτρια και ηλιακά πάνελ– έφτασα με τη δύση του ηλίου. Η επίσκεψή μου συνέπεσε με την άφιξη του αρχηγού των Ενόπλων Δυνάμεων Δημητρίου Χούπη. Ο θόρυβος από τις αρβύλες των στρατιωτών που «τραβούσαν» προσοχή αντηχούσε σε όλο το στρατόπεδο. Μετά την αναφορά, όμως, ήρθαν τα χαμόγελα. Ο αρχηγός, που συνεχίζει να έχει την πουλάδα του αλεξιπτωτιστή ελεύθερης πτώσης στο στήθος του –πριν από λίγες μέρες είχε κάνει άλλη μια πτώση– έφαγε το βράδυ με τους έκπληκτους στρατιώτες – μαζί τους κι εγώ. Και εκεί κοιμήθηκε – στον θάλαμο που του παραχώρησε ο αρχιφύλακας.
Στην Καλόλιμνο το επόμενο πρωί πήγα κατευθείαν στο ανατολικό φυλάκιο. Εκεί που οι παρατηρητές έχουν συνεχώς καρφωμένα τα μάτια τους στις βραχονησίδες των Ιμίων. Εκεί που φωλιάζει και ο απειλούμενος θαλασσαετός.

Τη Ρω την προσέγγισα με φουσκωτά. Αυτά των καταδρομών. Στην κορυφή της ένας στρατιώτης μάς χαιρετούσε ανεμίζοντας ασταμάτητα τη σημαία.
Στη Στρογγύλη το ταξίδι τελείωσε. Με τη διήγηση ενός στρατιώτη που ήρθε να υπηρετήσει από τη Γερμανία –εκεί είχε γεννηθεί– για να καμαρώνουν γι’ αυτόν οι παππούδες του στον Εβρο.

«Aνδρες γαρ πόλις» έγραψε ο Θουκυδίδης. Οι άνδρες κάνουν την πατρίδα – όχι τα τείχη.
Στο ίδιο πνεύμα ήταν και η εξομολόγηση του αρχηγού: «Χρειαζόμαστε τα σύγχρονα όπλα, αλλά ας μη γελιόμαστε, το υπερόπλο είναι ο άνθρωπος».




