Οι όποιες αποφάσεις ή δικαστικές ενέργειες κρίνονται, επικρίνονται με επιχειρήματα και στο πλαίσιο των κανόνων που επιβάλλουν το κράτος δικαίου και ο αναγκαίος για τη δημοκρατία σεβασμός στους θεσμούς.
Με αφορμή τις δικαστικές εξελίξεις για τα πρόσφατα αιτήματα περί εκταφής των συγγενών των τραγικών θυμάτων από το σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη, αλλά και πολλές άλλες δίκες ή δικαστικές έρευνες που κατά καιρούς βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας ή του πολιτικού ενδιαφέροντος, αξίζει να σημειωθούν ορισμένα βασικά.
Η Δικαιοσύνη ούτε κουφή είναι ούτε λειτουργεί περίκλειστη, απομονωμένη, χωρίς αναφορές στην κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα. Οι δικαστές δεν αποφαίνονται σε κοινωνικό και πολιτικό κενό, ούτε βρίσκονται σε γυάλα. Κάτι τέτοιο θα ήταν αφύσικο και επιπλέον εξαιρετικά επικίνδυνο για τη λειτουργία των θεσμών, του κράτους δικαίου και εν τέλει του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Επιπλέον, οι όποιες αποφάσεις ή δικαστικές ενέργειες κρίνονται, επικρίνονται με επιχειρήματα και στο πλαίσιο των κανόνων που επιβάλλουν το κράτος δικαίου και ο αναγκαίος για τη δημοκρατία σεβασμός στους θεσμούς.
Αυτά τα αυτονόητα φαίνεται πως δεν είναι πάντα ούτε αυτονόητα ούτε δεδομένα. Στην πράξη, αυτό έχει καταδειχθεί άπειρες φορές, σε υποθέσεις κυρίως με μεγάλο πολιτικό ενδιαφέρον, από τις οποίες προσδοκώνται πολιτικά οφέλη και υπάρχει η διακινδύνευση για μεγάλα πολιτικά κόστη, όταν η Δικαιοσύνη, θέλει – δεν θέλει, μπαίνει με όρους εξωθεσμικούς στο πολιτικό παιχνίδι και καλείται να ανταποκριθεί στις δύσκολες συνθήκες που διαμορφώνονται από επιθέσεις, παραπληροφόρηση, κριτική άνευ ορίων, που φθάνει ή σκοπεύει πολλές φορές να χειραγωγηθεί η όποια δικαστική κρίση, να εκβιαστεί και στο τέλος να συμβάλει σε σκοπιμότητες συγκυριακού τύπου.
Αυτά τα έχουμε ζήσει όλοι πολλές φορές κατά τη διάρκεια της μεταπολιτευτικής περιόδου, όπου πολιτικές οξύτητες και πολιτικές συγκρούσεις έφθασαν στη Δικαιοσύνη, η οποία επωμίστηκε, διότι αυτή είναι η δουλειά της και ο ρόλος της, να βρει τις σωστές αποφάσεις και να συμβάλει στην εκτόνωση των πολιτικών οξύνσεων και στην εμπέδωση πολιτικής ομαλότητας και στην ουσιαστική απόδοση δικαιοσύνης.
Οι δικαστικές διαδικασίες της ιστορίας με τον Κοσκωτά, τότε που η πολιτική αντιπαράθεση είχε κάθε προηγούμενο, αποτελεί ικανό παράδειγμα για το πώς τελικά η Δικαιοσύνη με την τελική της απόφαση στο Ειδικό Δικαστήριο στάθμισε σωστά και συνέβαλε στην εκτόνωση μιας σκληρής πολιτικής, συμβάλλοντας και στην απόδοση δικαιοσύνης και στην οικοδόμηση πολιτικής ομαλότητας.
Και πάμε στο σήμερα. Σε μια πολιτική συγκυρία όπου σημαντικές υποθέσεις, ο ΟΠΕΚΕΠΕ και κυρίως η τραγωδία στα Τέμπη αλλά και άλλες, αποτελούν αντικείμενο δικαστικών διαδικασιών, αλλά βρίσκονται και στο επίκεντρο σκληρών πολιτικών συγκρούσεων, η Δικαιοσύνη οφείλει να εξαντλήσει τον θεσμικό της ρόλο και να προβάλει με τις αποφάσεις της, τις ενέργειές της και τη διαχείριση του συνόλου των υποθέσεων αξιοπιστία, ανεξαρτησία, τήρηση της νομιμότητας αλλά και κοινωνική ενσυναίσθηση.
Στο πλαίσιο που μπορεί και οφείλει να κινηθεί η Δικαιοσύνη, έχει την υποχρέωση όχι μόνο να αποδώσει δικαιοσύνη για την τραγωδία στα Τέμπη, που έχει συγκλονίσει το πανελλήνιο για προφανείς λόγους που αφορούν τη λειτουργία ενός ελλειμματικού κράτους και σοβαρές ελλείψεις σοβαρής πολιτικής διαχείρισης, αλλά να προβάλει ανάχωμα, με τις σωστές αποφάσεις της, στο κύμα λαϊκισμού και συνωμοσιολογίας, το οποίο κινδυνεύει να καταπιεί όχι μόνο την αλήθεια για τα γεγονότα, αλλά και τις ευθύνες όλων για αυτό το τραγικό δυστύχημα.
Διότι, κακά τα ψέματα, αν η δίκη δεν γίνει έγκαιρα και οργανωμένα και όλες οι δικαστικές διαδικασίες δεν κινηθούν με γνώμονα τη νομιμότητα, αδικήματα θα παραγραφούν και ευθύνες πολλών θα πάνε περίπατο, χωρίς οι συγγενείς των τραγικών θυμάτων να λάβουν ηθική δικαίωση. Αλλωστε αυτά δεν έχουν γίνει πρώτη φορά. Αλλα ας μην ξαναγίνουν.