Καθώς ο παγκόσμιος κατακερματισμός επιταχύνεται, η τριτοβάθμια εκπαίδευση αντιμετωπίζει πιέσεις να εγκαταλείψει την διεθνή της αποστολή – αλλά η ιστορία δείχνει ότι τα ανοιχτά, ενεργά πανεπιστήμια είναι απαραίτητα για την ανθρώπινη πρόοδο
Έχουμε εισέλθει σε μια περίοδο βαθιάς αναδιάρθρωσης του διεθνούς συστήματος. Αν και ο τελικός προορισμός παραμένει ασαφής, μια τάση είναι αδιαμφισβήτητη: ο κατακερματισμός. Αυτό το μοτίβο εκδηλώνεται τόσο στον τομέα του εμπορίου όσο και στη διπλωματία και τον πολυμερισμό, με τα πανεπιστήμια να υφίστανται μεγάλες πιέσεις – ιδίως στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, ελέω Τραμπ – προκειμένου να εγκαταλείψουν ένα σημαντικό κομμάτι της διαχρονικής τους αποστολής: τη διεθνοποίηση.
Είμαστε μάρτυρες της αποσύνθεσης των υφιστάμενων δομών και της αντικατάστασής τους με στενότερες ερμηνείες της διεθνούς κοινότητας, που κυριαρχούνται από την ωμή πολιτική της δύναμης, επισημαίνει στο Social Europe ο Manuel Muniz, πρύτανης του IE University στην Ισπανία και καθηγητής πρακτικής διεθνούς πολιτικής.
Τόσο η αιτία όσο και το αποτέλεσμα αυτού του κατακερματισμού είναι η αναβίωση του εθνικισμού, αυτής της αρχαίας αλλά ισχυρής ιδεολογίας που υπερισχύει του καθολικού έναντι του ειδικού και επιδιώκει να οικοδομήσει πιο ομοιόμορφες κοινωνίες, όπως εξηγεί.
Σε αυτό το πλαίσιο, η τριτοβάθμια εκπαίδευση αντιμετωπίζει θεμελιώδη ερωτήματα σχετικά με το μέλλον της. Πρέπει τα πανεπιστήμια να γίνουν λιγότερο πολυπολιτισμικά και λιγότερο διεθνή, ευθυγραμμίζοντας τη στάση τους με την ευρύτερη τάση προς μονολιθικές πολιτικές; Πρέπει να περιοριστούν στη μελέτη του κόσμου όπως είναι, ή να συνεχίσουν να διαδραματίζουν τον ιστορικό τους ρόλο στη διαμόρφωσή του; Στο εξαιρετικά πολωμένο περιβάλλον μας, ο πειρασμός να απαντήσουμε «όχι» και στις δύο ερωτήσεις είναι ισχυρός, σημειώνει χαρακτηριστικά.
Ωστόσο, η ιστορία της ακαδημαϊκής κοινότητας μας διδάσκει ότι τα πανεπιστήμια υπάρχουν ακριβώς για να συγκεντρώνουν την ευρύτερη δυνατή κοινότητα και να δημιουργούν νέες μορφές γνώσης που μεταμορφώνουν την κοινωνία προς το καλύτερο.
Η διαχρονική αποστολή
Για αιώνες, τα πανεπιστήμια έχουν λειτουργήσει ως χώροι έρευνας – κοινότητες αφιερωμένες στην κατανόηση του κόσμου σε όλη του την πολυπλοκότητα. Αυτά τα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης έχουν αναλάβει σταθερά ένα ρόλο που γεφυρώνει τη γνώση και τη δράση. Το να μελετάς τον κόσμο σημαίνει, αναπόφευκτα, να ασχολείσαι με αυτόν. Το να κατανοείς σημαίνει επίσης να μεταμορφώνεις.
Η πρώτη διάσταση αυτής της αποστολής είναι η διεθνοποίηση. Η παγκόσμια συμμετοχή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση αντιπροσωπεύει, πάνω απ’ όλα, μια επιστημολογική επιταγή. Η γνώση ενισχύεται μέσω του πλουραλισμού – μέσω της συνάντησης διαφορετικών παραδόσεων, επιστημονικών κλάδων και προοπτικών.
Τα πανεπιστήμια είναι, από τη φύση τους, ιδρύματα χωρίς σύνορα. Ο ρόλος τους είναι να προωθούν παγκόσμια δίκτυα μάθησης και έρευνας, να διευκολύνουν την κυκλοφορία ανθρώπων και ιδεών και να υπερασπίζονται την ακαδημαϊκή ελευθερία όπου αυτή απειλείται. Αν ο περασμένος αιώνας εξαιρετικής ανθρώπινης ανάπτυξης αποδεικνύει κάτι, αυτό είναι ότι η κυκλοφορία ανθρώπων και ιδεών οδηγεί σε καινοτομίες τεράστιας κλίμακας.
Ανοιχτοί χώροι συζήτησης και διαλόγου ενάντια στην πόλωση
Είναι χαρακτηριστικό ότι το φετινό Νόμπελ Οικονομικών αναγνώρισε το έργο του Joel Mokyr, ο οποίος ανέτρεξε με πολύ πειστικό τρόπο στις ρίζες της βιομηχανικής επανάστασης και της έκρηξης της ανθρώπινης ευημερίας σε αυτό που ονόμασε «Δημοκρατία των Γραμμάτων της Ευρώπης». Αυτή η δημοκρατία δεν ήταν παρά ένα δίκτυο ανοιχτής ανταλλαγής και συζήτησης επιστημονικών ιδεών. Τα πανεπιστήμια διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στην ύπαρξη και τη διατήρησή της. Με απλά λόγια, σήμερα θα ήμασταν λιγότερο ενημερωμένοι και σημαντικά φτωχότεροι αν δεν είχαμε επιτρέψει αυτή τη διεθνή ανταλλαγή γνώσεων.
Εξίσου σημαντικό είναι να διατηρηθούν τα πανεπιστήμια ως ανοιχτοί χώροι συζήτησης και διαλόγου. Σε μια εποχή πόλωσης, όπου η δημόσια συζήτηση συχνά ανταμείβει την οργή αντί της λογικής, ο ακαδημαϊκός χώρος πρέπει να παραμείνει ένα καταφύγιο για τις διαφορετικές απόψεις.
Τα πανεπιστημιακά campus πρέπει να λειτουργούν ως εργαστήρια ορθολογικού διαλόγου – χώροι όπου η διαφωνία δεν φοβίζει αλλά καλλιεργείται, όπου η ακρόαση εκτιμάται εξίσου με την ομιλία. Για να επιτευχθεί αυτό, τα ιδρύματα πρέπει να επιβεβαιώσουν τη δέσμευσή τους στην ελευθερία του λόγου. Αυτό πιθανότατα θα απαιτήσει τη δημιουργία χώρων που δεν είναι ασφαλείς από πνευματικής άποψης, που εκθέτουν τα άτομα σε νέες και μερικές φορές δυσάρεστες ιδέες.
Τα ακαδημαϊκά ιδρύματα πρέπει επίσης να διαφυλάσσουν την αυτονομία τους. Τα πανεπιστήμια χάνουν τη νομιμότητά τους όταν γίνονται ιδεολογικά ομοιόμορφα ή υποταγμένα σε βραχυπρόθεσμες πολιτικές ή οικονομικές ατζέντες. Η κοινωνική τους συμβολή έγκειται ακριβώς στην ικανότητά τους να φιλοξενούν τη διαφωνία, να καλλιεργούν τη διεπιστημονική έρευνα και να διατηρούν ζωντανές τις συνήθειες της λογικής συζήτησης, από τις οποίες εξαρτάται η φιλελεύθερη δημοκρατία.
Από τη θεωρία στην πράξη
Τα πανεπιστήμια πρέπει επίσης να επανασυνδεθούν με τον κόσμο της πρακτικής. Η εφαρμοσμένη έρευνα – η οποία μετατρέπει τη γνώση σε λύσεις – δεν αποτελεί μια χρηστική απόκλιση από την καθαρή έρευνα, αλλά μάλλον τη φυσική της επέκταση.
Σε έναν κόσμο που απαιτεί καινοτομία για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, της ανισότητας και της τεχνολογικής διακυβέρνησης, η σημασία του ακαδημαϊκού κόσμου θα εξαρτηθεί από την ικανότητά του να συνεργάζεται με κυβερνήσεις, επιχειρήσεις, την κοινωνία των πολιτών και διεθνείς οργανισμούς.
Αυτό απαιτεί νέες παιδαγωγικές μεθόδους που συνδυάζουν τη μάθηση με την πράξη, νέα ερευνητικά μοντέλα που ενσωματώνουν διάφορες μορφές εμπειρογνωμοσύνης και θεσμικές κουλτούρες που εκτιμούν τον κοινωνικό αντίκτυπο. Η έννοια της «συν-παραγωγής γνώσης» αποτυπώνει καλά αυτό το φαινόμενο: η γνώση δεν παράγεται μεμονωμένα, αλλά μέσω του διαλόγου με την πρακτική, βασίζεται σε πραγματικές προκλήσεις και προσανατολίζεται προς τη συλλογική επίλυση προβλημάτων.
Το πανεπιστήμιο πρέπει να φωτίζει, να αμφισβητεί και να χτίζει
Τα πανεπιστήμια πρέπει να γίνουν επίσης κέντρα επιχειρηματικότητας. Η δημιουργία προϊόντων και λύσεων για τα προβλήματα του κόσμου αποτελεί την απόλυτη μορφή μεταφοράς γνώσης. Ως κοινότητες γνώσης και δίκτυα που συνδέουν άτομα, επενδυτές και άλλους ενδιαφερόμενους, τα πανεπιστήμια βρίσκονται σε μοναδική θέση για να προωθήσουν την επιχειρηματικότητα και, μέσω αυτής, να έχουν πραγματικά θετικό αντίκτυπο στις κοινότητες και τις κοινωνίες που εξυπηρετούν.
Σε περιόδους ανατρεπτικών αλλαγών, η ουδετερότητα γίνεται μια μορφή παραίτησης. Το πανεπιστήμιο δεν μπορεί να υποχωρήσει στην αφαίρεση, ενώ ο κοινωνικός ιστός γύρω του διαλύεται. Η αποστολή του πρέπει να είναι να φωτίζει, να αμφισβητεί και να χτίζει. Η διεθνοποίηση, η ανοιχτότητα και η ενασχόληση με την πρακτική δεν είναι απλώς στρατηγικές επιλογές, αλλά εκφράζουν την ίδια την ουσία του πανεπιστημίου ως καθολικού θεσμού.
Το πανεπιστήμιο ήταν πάντα ένας χώρος ανθρωπιστικών φιλοδοξιών, ένα μέρος όπου μαθαίνουμε να σκεφτόμαστε ελεύθερα και να ενεργούμε με σύνεση. Σήμερα, αυτή η παράδοση πρέπει να εξελιχθεί σε ένα ανανεωμένο αίσθημα σκοπού, το οποίο θεωρεί την αναζήτηση της γνώσης και την ανάπτυξη λύσεων σε πραγματικά προβλήματα ως δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Το μεγάλο έργο που έχουμε μπροστά μας είναι να διασφαλίσουμε ότι η μελέτη των προβλημάτων του κόσμου θα γίνει, για άλλη μια φορά, το πρώτο βήμα προς την επίλυσή τους.

 
                                    
