Ερωτήματα για το νέο διπλωματικό σκηνικό που διαμορφώνεται και τις επιπτώσεις ή τις ευκαιρίες που θα μπορούσε να δημιουργήσει και στα ελληνοτουρκικά θέτουν διπλωμάτες και ακαδημαϊκοί.
Ερωτήματα στο τραπέζι και για τις διπλωματικές εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο και το Αιγαίο και το πώς θα πορούσαν να επηρεάσουν τα ελληνοτουρκικά, βάζουν οι εξελίξεις όπως διαμορφώθηκαν στη Μέση Ανατολή, η επιστροφή της Τουρκίας ως περιφερειακής δύναμης διαμεσολάβησης στα μεγάλα διπλωματικά τραπέζια αλλά και η επιθυμία του Ντόναλντ Τραμπ να… κερδίσει το Νόμπελ Ειρήνης.
Δεν είναι λίγοι οι διπλωμάτες και οι ακαδημαϊκοί που αναγνωρίζουν ότι το σκηνικό μεταβάλλεται και θα μπορούσε να οδηγήσει σε λύσεις, σημειώνουν ωστόσο το γεγονός ότι οι λύσεις απαιτούν συμβιβασμούς που καμία κυβέρνηση μέχρι σήμερα δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει, κυρίως λόγω της ρητορικής που αναπτύσσεται επί σειρά ετών, τόσο στην Αθήνα όσο και στην Άγκυρα.
Οι δηλώσεις Φιντάν για τα ελληνοτουρκικά
Η δήλωση του Χακάν Φιντάν την περασμένη εβδομάδα για δυνατότητα συνεννόησης Ελλάδας και Άγκυρας όσον αφορά το εύρος των χωρικών υδάτων στο Αιγαίο, θα μπορούσε να πει κανείς ότι θυμίζει 2004, με τις απαραίτητες «διορθώσεις» επί πιο εθνικιστικών θέσεων από την πλευρά της Τουρκίας.
Διπλωμάτες αναγνωρίζουν μάλιστα ότι με δεδομένο ότι η Τουρκία δεν μπορεί να υποστηρίξει πολιτικά στο εσωτερικό της την άμεση απόσυρση του casus belli, αυτό αναδεικνύει την πίεση που δέχεται η Άγκυρα με φόντο και το SAFE και την επιθυμία της να διεκδικήσει μερίδιο σε ευρωπαϊκά αμυντικά προγράμματα.
Η πρόταση Μητσοτάκη για πενταμερή
Την ίδια στιγμή η πρόταση του Κυριάκου Μητσοτάκη για μία πολυμερή διάσκεψη με τη συμμετοχή πέντε παράκτιων χωρών της Ανατολικής Μεσογείου για πέντε θεματικές χαρακτηρίζεται σχεδόν αδύνατη να πραγματοποιηθεί και ως ένα βήμα στο «διπλωματικό κενό» από την πλευρά της Αθήνας, από την πλειοψηφία των διπλωματών και των ακαδημαϊκών.
Κυρίως γιατί είναι αυτή η κυβέρνηση, σε αυτή τη συγκυρία, που κοιτάζει έντονα στα δεξιά της.
Για κάποιους μάλιστα η έμπνευση της σύνθεσης θα μπορούσε να είναι ακόμα και «καταστροφική».
Για κάποιους άλλους η Αθήνα κάνει μία πρόταση η οποία φαντάζει θετική, ωστόσο δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή, ούτε από την Κυπριακή Δημοκρατία, γιατί η Άγκυρα θα ζητήσει ισότιμη συμμετοχή των κατεχομένων, ούτε από την Τουρκία, γιατί η Ελλάδα θέτει ως προϋπόθεση τη συμμετοχή της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Θεωρούν μάλιστα ότι η κυβέρνηση κρύβεται πίσω από μία θετική μεν, ανέφικτη δε, πρόταση, προκειμένου να διατηρήσει την ακινησία και να δείξει ότι ανααμβάνει πρωτοβουλίες χωρίς στην πραγματικότητα να θέλει να κάνει κανένα βήμα.
Την ίδια στιγμή ακαδημαϊκοί κύκλοι υπογραμμίζουν πως η οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών απαιτεί συμφωνίες σε διμερές επίπεδο και όχι μία πολυμερή διάσκεψη.
Ωστόσο υπό συνθήκες η πρόταση της Αθήνας θα μπορούσε να ασκήσει μία πίεση στην Άγκυρα, τηρουμένων των αναλογιών. Μέχρι εκεί.
Θέλουν οι ΗΠΑ να εμπλακούν και με τι ατζέντα;
Το ερώτημα που θέτουν όμως ορισμένοι διπλωμάτες και βλέπουν ότι υπό εξαιρετικές συνθήκες το σχέδιο θα μπορούσε να προχωρήσει, ενδεχομένως χωρίς την Κυπριακή Δημοκρατία στο τραπέζι, είναι οι προθέσεις του αμερικανού προέδρου, Ντόναλντ Τραμπ.
Και το αν τελικά οι ΗΠΑ έχουν τη βούληση να φέρουν στο τραπέζι τις χώρες της Ανατολικής Μεσογείου και να τις δεσμεύσουν σε μία διαδικασία επίλυσης. Με το θέμα της ενέργειας να δεσπόζει στις όποιες κινήσεις.
Στο ίδιο ερώτημα έρχονται να προστεθούν δημοσιεύματα στον αμερικανικό Τύπο, όπως αυτό της Washington Examiner, που διερωτώνται αν «είναι η κατάλληλη στιγμή για τον Τραμπ να προσπαθήσει να λύσει το Κυπριακό». Στο άρθρο μπαίνει ακόμα και το ερώτημα αν η εκλογή μετριοπαθούς ηγέτη στα κατεχόμενα και η στροφή της Κυπριακής Δημοκρατίας προς τη Δύση δημιουργούν μια σπάνια συγκυρία για να ξεπεραστεί το «παγωμένο» αδιέξοδο.
Σε αυτό το πλαίσιο τα βλέμματα στρέφονται και στην άφιξη της νέας πρεσβευτού των ΗΠΑ στην Αθήνα, Κίμπερλι Γκίλφοϊλ την 1η Νοεμβρίου και στα μηνύματα που θα θελήσει να στείλει.
Με διπλωμάτες πάντα να υπενθυμίζουν και να προειδοποιούν πως οι ΗΠΑ κάνουν διπλωματία με βάση τα συμφέροντα της Ουάσιγκτον και κανενός άλλου.
Στο βάθος εκλογές
Σε κάθε περίπτωση πάντως τόσο διπλωμάτες όσο και ακαδημαϊκοί αμφιβάλλουν αν η κυβέρνηση που μπαίνει σε μία μακρά προεκλογική περίοδο, κλείνοντας τη δεύτερη θητεία διακυβέρνησης της θέλει να μπει σε μία επί της ουσίας συζήτηση για μεγάλα ζητήματα, που αναμφίβολα έχουν κόστος και πολλαπλές αναγνώσεις, για το τι συνιστά ήττα και τι νίκη, όπως τα ελληνοτουρκικά.
Ενώ οι ίδιες πηγές υπογραμμίζουν ότι η ιστορική ευκαιρία ήταν το 2004 όταν η Τουρκία ήθελε λύση πακέτο για ελληνοτουρκικά και Κυπριακό, έχοντας τα ανάλογα συμφέροντα και εκφράζουν αμφιβολίες για το αν θα υπάρξει ξανά τέτοιο έδαφος, καθώς ακόμα περισσότερο εάν αυτό είναι τώρα.
Δεν είναι λίγα ακόμα και τα κυβερνητικά στελέχη που αναγνωρίζουν ως αδυναμία της εκάστοτε ελληνικής κυβέρνησης, ότι δεν έχει το θάρρος να δρα σε ουδέτερο χρόνο και να προλαμβάνει, αντίθετα σπεύδει να επιχειρήσει να θεραπεύσει και μάλιστα μετά από κρίσεις, εν θερμώ, κάτι που σπάνια αποβαίνει οφέλιμο. Ειδικά στα ελληνοτουρκικά, το 1996, με την κρίση των Ιμίων και τη συμφωνία της Μαδρίτης, αυτό είναι ένα παράδειγμα που θα έπρεπε να χρησιμοποιείται προς αποφυγή.
Εάν λάβει δε κανείς υπόψη του σημερινό διεθνές σκηνικό μπορεί να είναι ακόμα πιο απαισιόδοξος.
Γεραπετρίτης περί διεθνούς δικαίου
Όπως ανέφερε ο Υπουργός Εξωτερικών, Γιώργος Γεραπετρίτης, την Πέμπτη, μιλώντας σε εκδήλωση του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, με τίτλο «η Ελλάδα απέναντι στις Σύγχρονες Διεθνείς Προκλήσεις», «δεδομένα, τα οποία υφίσταντο επί δεκαετίες, όπως για παράδειγμα ότι η Ευρώπη είναι απροσπέλαστη, είναι θωρακισμένη πλέον έχουν εκλείψει. Στην καρδιά της Ευρώπης υφίσταται ένας μεγάλος πόλεμος, ένας εξαιρετικά αιματηρός πόλεμος, ενώ η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση βάλλεται. Και βάλλεται τόσο εκ των έσω, αλλά βάλλεται και από τους ίδιους τους λαούς, οι οποίοι πλέον αμφισβητούν ανοιχτά την ισχύ, την πειθώ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με βασικό επιχείρημα ότι έχει αδυναμία στη λήψη των αποφάσεων. Αλλά, κυρίως, επειδή αδυνατεί να μπορέσει να εισφέρει στην απάμβλυνση των κρίσεων, οι οποίες βρίσκονται γύρω μας».
Στην ίδια ομιλία ο Γεραπετρίτης σημείωσε μεταξύ άλλων αναφερόμενος στο Διεθνές Δίκαιο πως «όλοι επικαλούμαστε το Διεθνές Δίκαιο, πολύ περισσότερο τα κράτη εκείνα, όπως η Ελλάδα, τα οποία έχουν μια ιστορική παράδοση στην εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου. Και ακριβώς, επειδή βρίσκονται σε μια πολύ δύσκολη γειτονιά και έχουν το μέγεθος και τη σχετική ισχύ που έχουν, το Διεθνές Δίκαιο αποτελεί ένα πραγματικά ισχυρό όπλο για την αντιμετώπιση κάθε εξωγενούς κινδύνου. Παρά, λοιπόν, το γεγονός ότι αυτήν τη στιγμή υπάρχει μια μεγαλύτερη από ποτέ επίκληση του Διεθνούς Δικαίου, η διεθνής πολιτική φαίνεται να ρέπει προς μια πολύ πιο συναλλακτική προσέγγιση. Για να το πω με όρους νομικούς, μια και απευθύνομαι σε ένα ειδικό ακροατήριο, εκείνο, το οποίο θα περίμενε κανείς ακούγοντας το Διεθνές Δίκαιο ως μοχλό για την ειρηνική επίλυση των διαφορών – όπως εξάλλου απαιτεί και ο Καταστατικός Χάρτης του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, να έχουμε δηλαδή τον κανόνα και επί τη βάσει του κανόνα να προσπαθούμε να επιλύσουμε τα πραγματικά – εκείνο, το οποίο συμβαίνει είναι ότι έχουμε τη λύση και αναζητούμε μόνο το νομικό θεμέλιο. Το οποίο θα ενδύσει στην πραγματικότητα μια προειλημμένη απόφαση, η οποία είναι και η ωφέλιμη. Μια αμιγώς ωφελιμιστική προσέγγιση, στην οποία το Διεθνές Δίκαιο όχι μόνο υποχωρεί – αυτή θα ήταν η σχετικώς καλύτερη προσέγγιση – αλλά ακόμη-ακόμη αποτελεί και ένα νομιμοποιημένο άλλοθι για να λαμβάνονται αποφάσεις, οι οποίες πλήττουν την πειθώ του Δικαίου. Κυρίως, όμως πλήττουν τους αδύναμους».
Για να καταλήξει υπογραμμίζοντας ότι «όποιες προκλήσεις και να αντιτάξουμε απέναντι στο Διεθνές Δίκαιο, είναι σήμερα περισσότερο από ποτέ είναι αναγκαίο να σταθούμε δίπλα του και να το ενισχύσουμε. Και πρέπει να το επικαλούμαστε με συνέπεια. Η επιλεκτική εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου δεν οδηγεί απλώς σε μια κανονιστική του απομείωση. Οδηγεί ουσιαστικά στον μηδενισμό της διεθνούς έννομης τάξης. Και ο μηδενισμός αυτός είναι άγνωστο τι αποτελέσματα θα μπορούσε να έχει. Και ειδικά για χώρες, οι οποίες βρίσκονται σε δύσκολες γειτονιές, όπως η Ελλάδα, με το μέγεθος και τα προβλήματα που διαχρονικά έχει η χώρα μας».
Το να επιστρέψουν Ελλάδα και Τουρκία από τα «ήρεμα νερά» που κάποιοι τόσο καταριούνται σε μία λογική τρικυμίας, στην παρούσα συγκυρία, είναι πολιτικά ο εύκολος δρόμος και μικροπολιτικά ο πλέον ωφέλιμος, ωστόσο μόνο τα συμφέροντα της Αθήνας δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι θα υπηρετήσει.


