Την καλημέρα του μάς λέει – και σήμερα – ο Αρκάς, με ένα ακόμη από εκείνα τα σκίτσα που μοιάζουν απλά, αλλά κρύβουν από κάτω μια μικρή κοινωνική διάλεξη.
Στο νέο καρέ, δύο άνθρωποι κρέμονται κυριολεκτικά από το ίδιο σκοινί, στο χείλος ενός γκρεμού. Η κοινή τους μοίρα είναι ορατή, σχεδόν απτή: αν σωθεί ο ένας, σώζεται και ο άλλος. Αν χαθεί ο ένας, χάνονται και οι δύο.
Κι όμως, ο ένας από τους δύο – κυριευμένος από πανικό, μικροψυχία ή την ψευδαίσθηση ότι μπορεί να επιβιώσει εις βάρος του άλλου – επιχειρεί να κόψει το σκοινί. Πιστεύει ότι με μια «έξυπνη» κίνηση θα απαλλαγεί από το βάρος του συνάνθρωπου, θα εξασφαλίσει το δικό του καλό, θα πάρει μια «προσωπική νίκη». Δεν αντιλαμβάνεται ότι το σκοινί που σκέφτεται να κόψει δεν είναι εκείνο του άλλου, αλλά και το δικό του.
Το σχόλιο του Αρκά είναι σαφές, σχεδόν αμείλικτο. Ζούμε σε μια εποχή όπου ο καιροσκοπισμός εμφανίζεται ως στρατηγική επιβίωσης· όπου κάποιοι θεωρούν ότι αν «ρίξουν» τον διπλανό τους, θα ανέβουν οι ίδιοι λίγο ψηλότερα. Όμως η ιστορία – και η καθημερινότητα – αποδεικνύουν το αντίθετο: όσοι θολώνουν από το μονοδιάστατο κυνήγι του προσωπικού οφέλους, όσοι λειτουργούν με πονηριά αντί με κρίση, όσοι βλέπουν τους άλλους μόνο ως εμπόδια, στο τέλος είναι εκείνοι που την πατούν.
Το σκίτσο λειτουργεί σχεδόν σαν αλληγορία για τους ανθρώπους που νομίζουν πως με μικροπροδοσίες, «μαχαιριές» και ευκαιριακές κινήσεις θα βγουν κερδισμένοι. Η ειρωνεία είναι ότι, όπως και ο ήρωας του καρέ, σκάβουν οι ίδιοι το λάκκο τους. Οι καιροσκόποι μπορεί να νιώθουν για λίγο ισχυροί, αλλά τελικά πάντα χάνουν το έδαφος κάτω από τα πόδια τους.


