Όταν δόθηκε στη δημοσιότητα η έκθεση της Κομισιόν για το κράτος δικαίου στην Ελλάδα ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, εστίασε στη «σταθερή πρόοδο της Ελλάδας στους τομείς της Δικαιοσύνης, της διαφάνειας, στην ελευθερία των ΜΜΕ και τη συνολική λειτουργία των θεσμών». Από την άλλη πλευρά, τα κόμματα της αντιπολίτευσης κατήγγειλαν τα πλήγματα που «έχει επιφέρει η κυβέρνηση στο κράτος δικαίου».

Η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δεν τα βλέπει όλα άσπρα, όπως δηλώνει η κυβέρνηση, ούτε όλα μαύρα, όπως θα βόλευε ίσως την αντιπολίτευση.

Επισημαίνει μια σειρά διαχρονικών προβλημάτων, τα οποία αποτελούν μόνιμους «πονοκεφάλους» και περιλαμβάνουν τις καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης, την επιτακτική ανάγκη αναθεώρησης του θεσμού της ποινικής ευθύνης των υπουργών, τις πολιτικές αιτιάσεις κατά των συνταγματικά κατοχυρωμένων ανεξάρτητων αρχών, καθώς και το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων.

Επιπλέον, αναδεικνύουν την ανάγκη για περαιτέρω εγγυήσεις για τους δημοσιογράφους, ιδίως όσον αφορά τις καταχρηστικές αγωγές (SLAPP) και τις αδικαιολόγητα αυστηρές απαιτήσεις εγγραφής για τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, ιδιαίτερα σε εκείνες που δραστηριοποιούνται στους ευαίσθητους τομείς της μετανάστευσης και του ασύλου.

Μια ανεπούλωτη θεσμική αιμορραγία

Η ελληνική Δικαιοσύνη βρίσκεται σε «χειρόφρενο», όπως διαπιστώνει η έκθεση. Οι καθυστερήσεις αποτελούν πλέον τη μεγαλύτερη θεσμική αιμορραγία για το κράτος δικαίου, εκτοξεύοντας τη χώρα στην κορυφή της Ευρώπης όσον αφορά τον χρόνο εκδίκασης υποθέσεων.

«Οι καθυστερήσεις στην απονομή της ελληνικής Δικαιοσύνης αγγίζουν το όριο της αρνησιδικίας» σημειώνει ο Νίκος Αλιβιζάτος, ομότιμος καθηγητής της Νομικής Σχολής Αθηνών. Συντασσόμενος με τα πορίσματα της έκθεσης, ο Ν. Αλιβιζάτος τονίζει πως αυτές οι καθυστερήσεις «έχουν οδηγήσει σε απελπισία και καταστροφή πολλές δεκάδες, για να μην πω εκατοντάδες, συμπολιτών μας».

Μάλιστα, επισημαίνει πως η Ιταλία είναι η μόνη χώρα που ανταγωνίζεται την Ελλάδα σε αυτό το αρνητικό πεδίο. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα φέρνει την εξέλιξη της δικαστικής υπόθεσης των Τεμπών, σημειώνοντας ότι «είναι αδιανόητο δυόμισι χρόνια μετά το τραγικό αυτό δυστύχημα να μη γνωρίζουμε στοιχειώδη πράγματα».

Τα στοιχεία του 2023, όπως αποτυπώνει η έκθεση, είναι αμείλικτα: 771 ημέρες αναμονής για την εκδίκαση αστικών και εμπορικών υποθέσεων στα πρωτοβάθμια δικαστήρια, ξεπερνώντας κάθε άλλη χώρα της ΕΕ.

Στις διοικητικές υποθέσεις παρατηρείται μια μικρή βελτίωση, όμως το Συμβούλιο της Επικρατείας βρίσκεται στην κορυφή των καθυστερήσεων στις διοικητικές υποθέσεις με χρόνο διεκπεραίωσης 1.232 ημέρες, ενώ ο μέσος όρος του Συμβουλίου της Ευρώπης είναι 234 ημέρες.

Βέβαια, όπως σημειώνεται στην έκθεση, η ενεργοποίηση αρκετών πρόσφατων μεταρρυθμίσεων φέρνει θετικά μηνύματα για το δικαστικό σύστημα.

Η νέα δικονομία του ΣτΕ, ο νέος δικαστικός χάρτης, ο νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας και η μεταφορά δικαστηριακής ύλης στους δικηγόρους αποτελούν σημαντικά βήματα. Ωστόσο, ο αντίκτυπός τους δεν είναι ακόμη δυνατό να αξιολογηθεί πλήρως, καθώς τα μέτρα αυτά βρίσκονται σε πρώιμο στάδιο εφαρμογής.

Παρά το «άγος των αριθμών» και τις συνεχιζόμενες επικρίσεις για καθυστερήσεις, το ΣτΕ παρουσιάζει ενθαρρυντικά στοιχεία από τον Ιανουάριο του 2024 έως τον Ιούνιο του 2025. Σύμφωνα με πρόσφατη ανακοίνωση του δικαστηρίου, οι δείκτες ταχύτητας και αποτελεσματικότητας είναι θετικοί, δημιουργώντας νέες προσδοκίες για το επικείμενο δικαστικό έτος.

Αναφορικά με τις καθυστερήσεις, ο πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, Μιχάλης Πικραμένος, προσφέρει τη δική του οπτική. «Η ευρωπαϊκή μου εμπειρία και οι συζητήσεις με συναδέλφους του εξωτερικού δείχνουν ότι για να προχωρήσουμε ως δικαστήριο ταχύτερα και καλύτερα», τονίζει, «απαιτούνται αφενός ισχυρά φίλτρα και αφετέρου ένα εξειδικευμένο υποστηρικτικό προσωπικό».

Καταλήγοντας, παρατηρεί πως «αν δεν βρεθούν λύσεις σε αυτά τα ζητήματα, οι συγκρίσεις με την Ευρώπη θα είναι μονίμως άδικες».

Η εμπιστοσύνη των ελλήνων πολιτών στο δικαστικό σύστημα είναι μειωμένη, όπως αποκαλύπτουν τα στοιχεία της έκθεσης. Μόλις το 38% του γενικού πληθυσμού εκφράζει θετική άποψη για την ανεξαρτησία των δικαστηρίων, χαρακτηρίζοντάς την «αρκετά ή πολύ καλή». Πρόκειται για μια σημαντική πτώση από το 55% που καταγραφόταν μόλις το 2021.

Πέρα από τα προσωπικά βιώματα, που αναμφίβολα συμβάλλουν στην αρνητική εικόνα του δικαστικού συστήματος της χώρας, ο Ν. Αλιβιζάτος επισημαίνει ότι ο «μη ενδεδειγμένος χειρισμός υποθέσεων μείζονος σημασίας» έχει συντελέσει στη δημιουργία κλίματος προβληματισμού και δυσπιστίας.

Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της δυσπιστίας, ο ομότιμος καθηγητής αναφέρει την άρνηση της ΕΥΠ να ενημερώσει τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης για τις υποκλοπές, παρά την ομόφωνη απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας.

«Δεν μπορεί να λέει η Ολομέλεια του ΣτΕ ομοφώνως “ενημερώστε τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης για τις υποκλοπές”, και μία υπηρεσία, η ΕΥΠ, που υπάγεται στο γραφείο του Πρωθυπουργού, να λέει “όχι, δεν ενημερώνω”» αναφέρει, τονίζοντας πως το περιστατικό αυτό δείχνει «ανάγλυφα γιατί υπάρχει δυσπιστία απέναντι στη Δικαιοσύνη».

Στο πλαίσιο της συνεχιζόμενης συζήτησης για την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, η πρόσφατη έκθεση θέτει στο επίκεντρο τη θέσπιση ενός κανόνα που θα απαγορεύει στους δικαστές να καταλαμβάνουν δημόσιες θέσεις για τρία χρόνια μετά τη συνταξιοδότησή τους.

Τη θέση αυτή υποστηρίζει και ο Δημήτρης Βερβεσός, πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών και της Ολομέλειας Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδας, ο οποίος υπογραμμίζει πως το κρίσιμο ζήτημα για την de facto ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης δεν είναι μόνο η διαδικασία επιλογής της ηγεσίας της, αλλά και το ευαίσθητο θέμα της μετασυνταξιοδοτικής απασχόλησης των δικαστικών λειτουργών.

Η πρόταση αυτή ωστόσο συναντά ισχυρές αντιστάσεις. Δικαστικές πηγές που μίλησαν στο «Βήμα» κάνουν λόγο για «θεσμική απρέπεια», καθώς θεωρούν απαράδεκτο να τίθεται εν αμφιβόλω η ανεξαρτησία των δικαστών για τρία έτη μετά την αφυπηρέτησή τους, για να «αναβιώνει» κατόπιν.

Υπογραμμίζουν, μάλιστα, ότι πλήθος Ανεξάρτητων Αρχών έχουν στελεχωθεί από αφυπηρετήσαντες δικαστικούς λειτουργούς.

Επενδύσεις

Στα πλοκάμια της πολυνομίας

«Δεν επενδύω διότι δεν ξέρω νομοθετικά τι μου ξημερώνει». Αυτή η φράση, που θα μπορούσε να ανήκει σε οποιονδήποτε δυνητικό επενδυτή ή πολίτη, συμπυκνώνει την ουσία του προβλήματος της πολυνομίας και της κακονομίας που ταλανίζει τη χώρα – ένα ζήτημα που, αναμενόμενα, δεν θα μπορούσε να μην έχει θέση στην έκθεση για το κράτος δικαίου.

Λιγότερο από το ένα τρίτο των επιχειρήσεων στην Ελλάδα εκφράζει εμπιστοσύνη στην αποτελεσματικότητα της προστασίας των επενδύσεων. Ο βασικός λόγος αυτής της δυσπιστίας είναι οι συχνές αλλαγές στη νομοθεσία ή οι ανησυχίες για την ποιότητα της διαδικασίας νομοθέτησης.

Η ταχύτητα με την οποία μεταβάλλεται το νομικό πλαίσιο αποτελεί μια σημαντική αβεβαιότητα για την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας, δυσχεραίνοντας τη λήψη τεκμηριωμένων αποφάσεων από τους δυνητικούς επενδυτές.

Την επιχειρηματική ανησυχία συμμερίζεται και ο Σπύρος Βλαχόπουλος, καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή Αθηνών, ο οποίος σημειώνει ότι «το πιο σοβαρό πρόβλημα στη χώρα μας αυτή τη στιγμή είναι η πολυνομία, θέτοντας σοβαρά ζητήματα ασφάλειας δικαίου».

Η διαπίστωση αυτή έχει ιδιαίτερη βαρύτητα, δεδομένου ότι ο κ. Βλαχόπουλος προεδρεύει στις εργασίες της Επιτροπής Αξιολόγησης Ποιότητας της Νομοπαρασκευαστικής Διαδικασίας. Η βελτίωση της ποιότητας της νομοθεσίας συνιστά, από την άλλη, για τον Παναγιώτη Πετράκη, ομότιμο καθηγητή του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του ΕΚΠΑ, «προϋπόθεση για τη ριζική μεταρρύθμιση του παραγωγικού μοντέλου της χώρας».

Παρά το γεγονός ότι ο νόμος περί επιτελικού κράτους δημιούργησε εύλογες προσδοκίες ως προς την ποιότητα της νομοθέτησης, ο ίδιος εκτιμά ότι «η χώρα δεν έχει καταφέρει να διαμορφώσει ένα σύστημα νομοπαραγωγής, που να λειτουργεί αποτελεσματικά».

Ανεξάρτητες Αρχές

Διορισμοί και απουσία συναινέσεων

Στο σκέλος των ανεξάρτητων αρχών, η έκθεση επιλέγει μια ήπια, πλην όμως καθαρή διατύπωση. Αναφέρει χαρακτηριστικά πως οι «προκλήσεις που είχαν εντοπιστεί στην προηγούμενη έκθεση όσον αφορά τον διορισμό των μελών των συνταγματικά κατοχυρωμένων ανεξάρτητων αρχών παραμένουν».

Πρόκειται για μια διπλωματική παραίνεση στο πολιτικό σύστημα για επιδίωξη συναινέσεων.

Τη δυσκολία εξασφάλισης συναινέσεων για ένα και μόνο πρόσωπο υπογραμμίζει ο Ανδρέας Ποττάκης, Συνήγορος του Πολίτη από το 2016. «Η μονοπρόσωπη φύση της θέσης συνεπάγεται υψηλό βαθμό δέσμευσης και ευθύνης», επισημαίνει, αφήνοντας να εννοηθεί ότι η εγκατάλειψη αυτής είναι αδιανόητη, προκειμένου να μην οδηγηθεί η Αρχή που υπηρετεί σε παράλυση.

Ο Α. Ποττάκης ζητά την πλήρη υπαγωγή των συνταγματικά κατοχυρωμένων ανεξάρτητων αρχών στη Βουλή. Η πρότασή του έρχεται να αναδείξει ένα οξύμωρο: ενώ οι Αρχές αυτές λογοδοτούν στη Βουλή, η αποτελεσματικότητά τους εξαρτάται από την εκτελεστική εξουσία – δηλαδή, ο ελεγχόμενος καθορίζει τον ελεγκτή.

Γι’ αυτό, εκτιμά ότι η επικείμενη συνταγματική αναθεώρηση προσφέρει μια μοναδική ευκαιρία για την πλήρη απεξάρτηση των αρχών από την εκτελεστική εξουσία, διασφαλίζοντας έτσι την ουσιαστική και ανεμπόδιστη λειτουργία τους.

Στη συζήτηση για την επικείμενη συνταγματική αναθεώρηση θέση παίρνει και ο Κωνσταντίνος Μενουδάκος, επίτιμος πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ο κ. Μενουδάκος, ο οποίος αποχώρησε από την Αρχή Προστασίας Δεδομένων μετά από εννέα χρόνια στο τιμόνι της, υπογραμμίζει ότι στην επόμενη συνταγματική αναθεώρηση πρέπει να επανέλθει η πλειοψηφία των 4/5 για τα πρόσωπα που θα στελεχώσουν τις ανεξάρτητες αρχές.

«Η μείωση στα 3/5 δεν είναι απλώς ποσοτική αλλά και ποιοτική διαφοροποίηση» παρατηρεί. Όπως εξηγεί, «τα 4/5 απαιτούσαν τη συναίνεση και συμφωνία της αξιωματικής αντιπολίτευσης, δηλαδή των δύο μεγάλων κομμάτων. Με τα 3/5, όμως, υπό ορισμένες συνθήκες, μπορεί να σχηματιστεί πλειοψηφία χωρίς τη συμφωνία της αξιωματικής αντιπολίτευσης και με μικρές αλλαγές στη συγκρότηση του οργάνου, μέσω τροποποίησης του Κανονισμού της Βουλής».

Σκάνδαλο ΟΠΕΚΕΠΕ

Η επιμονή του πελατειακού κράτους

Το πρόσφατο σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ δεν πρόλαβε να συμπεριληφθεί στην πρόσφατη ευρωπαϊκή έκθεση για το κράτος δικαίου, ωστόσο, σύμφωνα με τον καθηγητή Δημοσίου Δικαίου της Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ Γιώργο Δελλή, σε αυτό κρύβονται οι βαθύτερες παθολογίες της χώρας.

Ο Γ. Δελλής επισημαίνει πως η Ελλάδα κουβαλά δύο «προπατορικά αμαρτήματα»: Μια προνεωτερική κοινωνία που δεν γνώρισε ποτέ τον Διαφωτισμό και στην οποία επιβλήθηκαν δυτικοευρωπαϊκοί θεσμοί που άργησε να αφομοιώσει.

«Η Μεταπολίτευση», υπογραμμίζει, «απέτυχε να ξεπεράσει τη λογική του πελατειακού κράτους». Αντιθέτως, παρατηρείται μια ανησυχητική αντιστροφή ρόλων: ο πολιτικός, από «πάτρωνας» μετατράπηκε σε «πελάτη», με τα κόμματα να συναγωνίζονται σε παροχολογία σε βάρος του σκληρού πυρήνα του κράτους.

Αυτή η κατάσταση, κατά τον Γ. Δελλή, έχει μετατρέψει το ελληνικό πολιτικό σύστημα στο κύριο εμπόδιο για την εθνική, οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη, ενώ διαδραμάτισε μείζονα ρόλο στην «εκποίηση της χώρας», με αντάλλαγμα τη διατήρηση του ίδιου του συστήματος.

Η «επιτάχυνση του πελατειακού κράτους» είναι το άμεσο αποτέλεσμα του πολιτικού ανταγωνισμού, με τους διορισμούς και τις παροχές να γίνονται όπλα στο παιχνίδι της εξουσίας.

Αυτή η θεσμική δυσπιστία, που αναδύεται από το πελατειακό μοντέλο που περιέγραψε ο κ. Δελλής, καθρεφτίζεται ανάγλυφα στη βαθιά ριζωμένη αντίληψη για τη διαφθορά στον δημόσιο τομέα, όπως αποτυπώνεται στην έκθεση για το κράτος δικαίου.

Ο Δείκτης Αντίληψης της Διαφθοράς 2024 της Διεθνούς Διαφάνειας δίνει στην Ελλάδα μόλις 49/100, κατατάσσοντάς την στην 21η θέση της ΕΕ και την 59η παγκοσμίως. Ταυτόχρονα, τα στοιχεία του Ειδικού Ευρωβαρόμετρου του 2025 για τη διαφθορά είναι ακόμη πιο αποκαλυπτικά: το 97% των πολιτών θεωρεί τη διαφθορά ευρέως διαδεδομένη (έναντι 69% μέσου όρου ΕΕ), και το 66% αισθάνεται ότι επηρεάζεται προσωπικά στην καθημερινότητά του (διπλάσιο ποσοστό από τον μέσο όρο της ΕΕ). Στις επιχειρήσεις, το 97% θεωρεί τη διαφθορά ευρέως διαδεδομένη και το 75% τη βλέπει ως πρόβλημα στην επιχειρηματική δραστηριότητα.

Ευθύνη υπουργών

Πολιτικές υπεκφυγές και θεσμικά αδιέξοδα

Η διαδικασία απόδοσης ποινικών ευθυνών στο πολιτικό προσωπικό της χώρας συνιστά, διαχρονικά, ένα θεσμικό ναρκοπέδιο, καθώς έχει αποδειχθεί ότι η ουσιαστική διερεύνησή τους δεν μπορεί να υπηρετηθεί από τους ίδιους τους βουλευτές. Οι πολιτικές μεθοδεύσεις λειτουργούν ως καύσιμη ύλη για αποφάσεις «α λα καρτ», διαβρώνοντας σταθερά την εμπιστοσύνη των πολιτών απέναντι στο Κοινοβούλιο.

Το «μοντέλο Τριαντόπουλου», που ήδη είχε προκαλέσει πλήθος ενστάσεων ως προς τη συνταγματική του ορθότητα, παρουσιάστηκε από την κυβέρνηση ως «οδηγός για επόμενες περιπτώσεις». Ομως, το νέο σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ ήρθε και να φωτίσει ξανά τα θεσμικά αδιέξοδα.

Στην προσπάθειά της να ελέγξει τις εξελίξεις και να διαφυλάξει την εσωκομματική της συνοχή, η κυβέρνηση – κατά τη διαδικασία σύστασης εξεταστικής και προανακριτικής επιτροπής – φέρεται να κατέφυγε σε παρασκηνιακούς χειρισμούς.

Ο Ευάγγελος Βενιζέλος μίλησε ανοιχτά για «πολλαπλό ευτελισμό των θεσμών» και ένα «κοινοβουλευτικό κατάντημα», κάνοντας λόγο για «κραυγαλέες παραβιάσεις» του Συντάγματος και του Κανονισμού της Βουλής, οι οποίες – όπως σημείωσε – θέτουν υπό αμφισβήτηση τη νομιμοποίηση του ίδιου του κοινοβουλευτικού βίου.

Στο ίδιο πνεύμα τοποθετείται και ο Αντώνης Καραμπατζός, καθηγητής Αστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή Αθηνών, αποδίδοντας ευθέως ευθύνες στον Πρωθυπουργό και την ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας. «Η ηγεσία της ΝΔ και ο Πρωθυπουργός φέρουν σοβαρότατες ευθύνες για τον (διαρκή) ευτελισμό των κοινοβουλευτικών – και όχι μόνο – διαδικασιών στη χώρα» δηλώνει.

«Υπάρχει ένας συνεχής θεσμικός κατήφορος, που φυσικά, επειδή συνδέεται επανειλημμένα με την προσπάθεια μη διερεύνησης κυβερνητικών ευθυνών, επιτείνει τη γενικευμένη δυσπιστία των πολιτών στους θεσμούς και το πολιτικό σύστημα». Η ανάγκη αναθεώρησης του ισχύοντος καθεστώτος ποινικής ευθύνης των υπουργών καθίσταται επιτακτική, γεγονός που επισημαίνεται και στην έκθεση.

Οι διαχρονικές παθογένειες έχουν διαμορφώσει ένα κλίμα βαριάς απαξίωσης γύρω από το Κοινοβούλιο, το οποίο πρέπει να αναστραφεί.

SLAPP

Η μάχη για την ελευθερία του λόγου

Το πλαίσιο για τις καταχρηστικές αγωγές (SLAPP) σε βάρος των δημοσιογράφων – δηλαδή, τις προσχηματικές νομικές ενέργειες που στοχεύουν στον εκφοβισμό και τη φίμωση της δημόσιας κριτικής – έχει βελτιωθεί, σύμφωνα με την έκθεση.

Ωστόσο, όπως τονίζουν με έμφαση έμπειροι δικηγόροι που χειρίζονται τέτοιες υποθέσεις στο «Βήμα», η προσέγγιση των ελληνικών δικαστηρίων στις υποθέσεις καταχρηστικών αγωγών αναδεικνύεται ως το μεγαλύτερο αγκάθι.

«Η Ελλάδα έχει καταδικαστεί επανειλημμένα από το Δικαστήριο του Στρασβούργου για παραβίαση του άρθρου 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, του άρθρου δηλαδή που κατοχυρώνει την ελευθερία της έκφρασης» υπογραμμίζει η Χριστίνα Βρεττού, διδάκτωρ Συνταγματικού Δικαίου και δικηγόρος.

Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και ο Γιάννης Τασόπουλος, καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ο οποίος σημειώνει: «Δυστυχώς υπάρχει ελλιπής προστασία της ελευθερίας της έκφρασης, καθότι η νομολογία διερωτάται συχνά αν οι εκφράσεις μπορούν να ειπωθούν με πιο ήπιο τρόπο, παραγνωρίζοντας την ουσία της ελευθερίας του λόγου, η οποία αφορά τις προσωπικές αξιολογήσεις».

Και προσθέτει: «Η νομολογία έτσι καταλήγει να μετατρέπεται σε μηχανισμό αστυνόμευσης της “ευπρέπειας” της δημόσιας συζήτησης».

Μπορεί με την αναθεώρηση του Συντάγματος να βελτιωθεί η ποιότητα του κράτους δικαίου; Σε ορισμένες πτυχές θα βοηθούσε, όπως για παράδειγμα στην ενίσχυση των θεσμικών αντίβαρων. Ο Ν. Αλιβιζάτος παρατηρεί πως, με εξαίρεση τη Δικαιοσύνη και τις συνταγματικά κατοχυρωμένες ανεξάρτητες αρχές, δεν υπάρχουν στην Ελλάδα θεσμικά αντίβαρα.

Υπογραμμίζει, δε, πως η επόμενη συνταγματική αναθεώρηση θα μπορούσε να λειάνει τα πρωθυπουργοκεντρικά χαρακτηριστικά του ελληνικού συστήματος διακυβέρνησης, ενισχύοντας έτσι την ισορροπία των εξουσιών.